- ὀχυροί
- ὀχυρόςfirmmasc nom/voc plὀχυρόωfortifypres subj mp 2nd sgὀχυρόωfortifypres ind mp 2nd sgὀχυρόωfortifypres subj act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ὀχυροῖ — ὀχυρόω fortify pres ind mp 2nd sg ὀχυρόω fortify pres opt act 3rd sg ὀχυρόω fortify pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ερυμνός — ἐρυμνός, ή, όν (AM) [ερύω (II)] (το ουδ. ως ουσ. ιδίως στον πληθ.) τὰ ἐρυμνά οχυροί, απρόσβλητοι τόποι αρχ. 1. αυτός που είναι φυσικά ή τεχνητά οχυρωμένος, ο οχυρός, ο ασφαλής από εχθρική επίθεση («χωρίον ἐρυμνόν», Θουκ.) 2. (για βουνό)… … Dictionary of Greek
νουράγες — Λέξη διαλεκτική της Σαρδηνίας, με την οποία υποδηλώνονται οι χαρακτηριστικοί προϊστορικοί οχυροί πύργοι που είναι διάσπαρτοι σε ολόκληρο το νησί (σώζονται περίπου 7.000). Πρόκειται για κτίσματα συχνά τεράστιων διαστάσεων, χτισμένα με τη… … Dictionary of Greek